- αναπεταρίζω
- 1. προσπαθώ να πετάξω ανοιγοκλείνοντας τις φτερούγες, φτερουγίζω2. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις, «πετάω»3. (για την καρδιά) χτυπάω γρήγορα4. (για πρόσωπα) ναρκισσεύομαι, κοκορεύομαι, κάνω νάζια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναπεταρίζω — ισα 1. ανατινάζομαι, αναπηδώ: Τα πιτσούνια άρχισαν να αναπεταρίζουν. 2. κουνιέμαι, κάνω νάζια: Ανησυχούσε που η μικρότερη κόρη του είχε αρχίσει να αναπεταρίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)